- ναυλοχία
- ναυλοχ-ία, ἡ,A anchorage, esp. of pirates, App.Mith.92.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναυλοχία — ναυλοχία, ἡ (Α) [ναύλοχος] 1. (γενικά) παραμονή πλοίων σε όρμο ή μυχό 2. (ειδικά) τόπος όπου ενεδρεύουν πλοία πειρατών … Dictionary of Greek
ναυλόχια — ναυλόχιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυλοχίας — ναυλοχίᾱς , ναυλοχία anchorage fem acc pl ναυλοχίᾱς , ναυλοχία anchorage fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυλοχίαν — ναυλοχίᾱν , ναυλοχία anchorage fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)